Για να δείτε τις προτάσεις σχετικά με τις τροποποιήσεις του Κ. Πολ. Δ. πατήστε στο κουμπί “Περισσότερα”
Α. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
1. Άρθρο 908 παρ. 1 περ. ε΄:
Η αναφορά στο άρθρο 663 πρέπει να διαγραφεί/αντικατασταθεί από άλλη διατύπωση, αν και εφόσον καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 663 επ. και η συγκεκριμένη ειδική διαδικασία.
2. Άρθρο 917 εδ. α΄:
Το ίδιο ισχύει και για την παραπομπή στη διαδικασία των άρθρων 670 έως 676 που γίνεται από το προτεινόμενο άρθρο 917 εδ. α΄.
3. Άρθρο 924:
α) Προφανώς λησμονήθηκαν τα δύο πρώτα εδάφια [βλ. λ.χ. και άρθρα 973 παρ. 2 και 993 παρ. 1 που κάνουν λόγο για κοινοποίηση επιταγής προς εκτέλεση].
β) Ο διορισμός αντικλήτου που να κατοικεί στον τόπο της εκτέλεσης είναι απολύτως απαραίτητος. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος που υπογράφει την επιταγή, αν δεν κατοικεί/εδρεύει στην περιφέρεια του πρωτοδικείου του τόπου της εκτέλεσης δεν καλύπτει τις ανάγκες διορισμού αντικλήτου.
γ) Θα πρέπει να συντονιστούν όλες οι διατάξεις που προβλέπουν διορισμό αντικλήτου και τις ιδιότητες ή τα χαρακτηριστικά αυτού, ιδίως δε τον τόπο της κατοικίας του. Βλ. λ.χ. τη διάταξη του άρθρου 983 παρ. 1 περ. δ΄, που προβλέπει τόπο κατοικίας που διευκολύνει τον τρίτο και όχι τον επισπεύδοντα. Βλ. επίσης άρθρο 970 τελευταίο εδάφιο για αντίκλητο υπερθεματιστή σε περίπτωση πλειστηριασμού κινητών.
4. Άρθρο 933 παρ. 2 εδ. α΄:
α) Η εφαρμογή της διαδικασίας των άρθρων 686 επ. για την εκδίκαση των ακυρωτικών ανακοπών μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη. Ίσως είναι και άχρηστη, ενόψει του χρόνου του πλειστηριασμού.
β) Σε όλες τις δίκες για τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων της εκτέλεσης που μέχρι τώρα γίνεται επίσης παραπομπή στην ίδια διαδικασία και στο ίδιο δικαστήριο, ίσως η παραπομπή στην τηρητέα διαδικασία να είναι περιττή ή να αρμόζει περισσότερο η τήρηση της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας.
5. Άρθρο 933 παρ. 2 εδ. β΄:
Το επιτρεπτό άσκησης ενδίκων μέσων (πρβλ. 699) στην περίπτωση που ως εκτελεστός τίτλος χρησιμοποιείται συμβολαιογραφικό έγγραφο πρέπει μάλλον να επεκταθεί και σε άλλους εκτελεστούς τίτλους που δεν προέκυψαν από διαγνωστική δίκη. Η ασφαλιστική δικλείδα της δι’ εγγράφων αποδείξεως κατά την παρ. 5 του άρθρου 933 πρέπει να θεωρηθεί επαρκής.
6. Άρθρο 933 παρ. 3:
Όταν προσβάλλεται η επιταγή (και δεν έχει χωρήσει άλλη πράξη εκτέλεσης), ο προσδιορισμός του τόπου της εκτέλεσης για τον καθορισμό της κατά τόπον αρμοδιότητας μπορεί να προκαλέσει προβλήματα. Η μέχρι σήμερα ισχύουσα παραπομπή στο άρθρο 584 πρέπει μάλλον να διατηρηθεί.
7. Άρθρο 933 παρ. 6:
Η διάταξη του εδαφίου β΄ που αφορά την «ανακοπή» διόρθωσης της κατασχετήριας έκθεσης δεν έχει θέση στο άρθρο 933, το οποίο ρυθμίζει την ακυρωτική ανακοπή. Εξ άλλου είναι και αντιφατική προς την ειδική ρύθμιση που διατηρείται στο άρθρο 954 παρ. 4, κατά την οποία η σχετική απόφαση δημοσιεύεται το αργότερο την προηγούμενη του πλειστηριασμού ημέρα. Περαιτέρω, η φράση «τη δέκατη ημέρα πριν τον πλειστηριασμό» πρέπει να αντικατασταθεί με διατύπωση που θα προβλέπει το απώτερο χρονικό σημείο «δημοσίευσης» της αντίστοιχης απόφασης (: «μέχρι» ή «το αργότερο» κ.τ.λ.). Τέλος, μπορεί να δημιουργηθεί ζήτημα ως προς το όργανο/υποκείμενο που έχει το καθήκον της «δημοσίευσης».
8. Άρθρο 934 παρ. 1 περ. α΄:
Ο καθορισμός «πλημμελειών» «χρονικού διαστήματος» δεν είναι μάλλον δόκιμος και μπορεί να προκαλέσει ερμηνευτικά προβλήματα. Θα έπρεπε εδώ να περιλαμβάνονται ρητά και οι αντιρρήσεις που αφορούν τον τίτλο και την απαίτηση.
9. Άρθρο 934 παρ. 2:
Η διάταξη αυτή είναι τώρα μάλλον άχρηστη, ενόψει της ρύθμισης του άρθρου 934 παρ. 1 περ. β΄.
10. Άρθρο 937:
α) Οι διατάξεις των περ. β΄ και γ΄ της παρ. 1 είναι μάλλον άχρηστες ενόψει των νέων ρυθμίσεων της παρ. 2 του άρθρου 933.
β) Για τον ίδιο λόγο πρέπει ίσως να επανεξετασθεί και η παραπομπή της παρ. 3 στο άρθρο 591 παρ. 1 περ. α΄.
11. Άρθρο 938:
α) Οι διατάξεις της παρ. 3 πρέπει να επανεξετασθούν. Δεν έχουν μάλλον λόγο ύπαρξης, ενόψει των νέων ρυθμίσεων του άρθρου 933 (ιδίως της παρ. 2 αυτού).
β) Γενικότερα, όλες οι προθεσμίες για την άσκηση ενδίκων βοηθημάτων προς λήψη ρυθμιστικών μέτρων της εκτέλεσης πρέπει να αφετηριάζονται από την επιβολή της κατασχέσεως και να μη συναρτώνται από την ημερομηνία για την οποία ορίστηκε ο πλειστηριασμός.
γ) Τέλος, ενόψει της διαδικασίας των άρθρων 686 επ. που προβλέπεται πλέον και για την εκδίκαση της ανακοπής του άρθρου 933, το αίτημα της αναστολής θα μπορεί να σωρεύεται και στο δικόγραφο της ανακοπής, η δε συζήτηση της αιτήσεως αναστολής θα μπορούσε να ορίζεται ότι γίνεται ταυτόχρονα με τη συζήτηση της ανακοπής, ιδίως στις περιπτώσεις της εκτέλεσης για την ικανοποίηση χρηματικών αξιώσεων.
Β. ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΩΤΙΚΟΣ ΟΡΚΟΣ
1. Άρθρο 943:
Οι διατάξεις του τελευταίου εδαφίου της παρ. 3 για «δημόσια κήρυξη» στον τόπο του πλειστηριασμού με παραπομπή στο άρθρο 963 δεν πρέπει να διατηρηθούν, αφού προτείνεται να καταργηθούν τόσο το άρθρο 963 όπως και η κήρυξη γενικότερα, ως μέσο/τρόπος δημοσιότητας/δημοσιοποίησης.
2. Άρθρο 947:
α) Η παραπομπή στη διαδικασία των άρθρων 670 έως 676 από το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 για τη βεβαίωση της παράβασης και την επιβολή της ποινής δεν πρέπει να διατηρηθεί, αν η διαδικασία αυτή καταργείται.
β) Η διάταξη της παρ. 3 είναι ανεφάρμοστη στην πράξη και πρέπει ν’ αντικατασταθεί ή να καταργηθεί.
3. Άρθρο 950 παρ. 2:
Για τη δυνατότητα εφαρμογής της ρύθμισης θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά ότι κάθε εμπόδιο στην επικοινωνία βεβαιώνεται με έκθεση του αρμοδίου για την εκτέλεση δικαστικού επιμελητή [: «έκθεση μη συμμόρφωσης»], σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 931 παρ. 1 εδ. β΄. Βλ. επίσης και άρθρα 955 παρ. 1 εδ. α΄ και 995 παρ. 1 εδ. α΄ για την έκθεση αρνήσεως παραλαβής της κατασχετήριας έκθεσης.
4. Άρθρο 952:
Η προβλεπόμενη στο εδ. γ΄ «βεβαίωση» για τις απαλλοτριώσεις ακινήτων της τελευταίας πενταετίας (σε συνδυασμό και προς την πρόβλεψη του εδ. δ΄ του ίδιου άρθρου) είναι μάλλον υπερβολική και μπορεί να προκαλέσει πολλά ζητήματα νομιμότητας αλλά και ηθικής τάξεως, τη στιγμή που είναι αμφίβολης πρακτικής αξίας.
Γ. ΣΥΝΤΟΜΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ ΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
Ανάγκη διάκρισης μεταξύ διατυπώσεων επιβολής και κύρους κατασχέσεως
και διατυπώσεων προδικασίας πλειστηριασμού και κύρους αυτού
1. Πρέπει να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα α) στις «διατυπώσεις» επιβολής της κατάσχεσης (προϋποθέσεις υποστατού και κύρους αυτής), οι οποίες έχουν σημασία για την ασφαλή επέλευση των εννόμων συνεπειών της και για την αφετηρίαση των προθεσμιών άσκησης όλων των ενδίκων βοηθημάτων που (θα) προβλέπει ο νόμος για τη νόμιμη και άρτια διεξαγωγή της διαδικασίας και β) στις «διατυπώσεις» που ακολουθούν την κατάσχεση και προετοιμάζουν τον πλειστηριασμό, αποτελώντας την απολύτως απαραίτητη προδικασία αυτού και εξασφαλίζοντας τη δημοσιότητα που είναι αναγκαία τόσο για την επίτευξη των σκοπών του πλειστηριασμού, όσο και για την προστασία όλων όσων έχουν έννομο συμφέρον και ανάγκη προστασίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται φυσικά και ο οφειλέτης.
2. Από τη σκοπιά αυτής της αναγκαίας διάκρισης, είναι προφανές ότι οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 955 (για τα κινητά) ανήκουν συστηματικά στον κύκλο της επιβολής της κατάσχεσης και των προϋποθέσεων του κύρους της, ενώ οι υπόλοιπες του ίδιου άρθρου ανήκουν στο πεδίο της προετοιμασίας και προδικασίας του πλειστηριασμού. Η ίδια διάκριση πρέπει να γίνει ανάμεσα στις διατάξεις του άρθρου 995 παρ. 1 και παρ. 2 από τη μια μεριά και σ’ αυτές της παρ. 4 του ίδιου άρθρου από την άλλη (για τα ακίνητα).
3. Επίσης, από την ίδια σκοπιά, ο εξοβελισμός της περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης από τις προτεινόμενες διατάξεις για τον πλειστηριασμό κινητών, η οποία αποτελεί συστατικό και ουσιώδες στοιχείο της προδικασίας του πλειστηριασμού, δημιουργεί σοβαρό και επικίνδυνο κενό, το οποίο δεν αναπληρώνεται ικανοποιητικά με κάποιο ισοδύναμο μέσο, το οποίο μάλιστα να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση και σε άλλα ενδιαφερόμενα ή ενδιαφέροντα πρόσωπα. Η δημοσίευση «αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης» που προβλέπεται στη νέα παρ. 3 του άρθρου 955 (όπως προτείνεται), αποτελώντας ένα μικρό απομεινάρι από τις διατάξεις του άρθρου 960, του οποίου προτείνεται η συνολική κατάργηση, δεν μπορεί να καλύψει ικανοποιητικά το κενό αυτό, αφού γίνεται α) μέσα σε πολύ σύντομο χρόνο από την κατάσχεση («μέχρι την όγδοη ημέρα από την κατάσχεση») β) στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΔΔΔ του ΤΑΝ και ΕΤΑΑ και γ) είναι πολύ πιθανό να μην εξυπηρετεί τελικά τίποτα, ενόψει όλων όσα είναι δυνατό να ακολουθήσουν μέχρι τον πλειστηριασμό (ανακοπές, ρυθμιστικά μέτρα, καταβολές, πραγματικές μεταβολές κ.τ.λ).
4. Τέλος, με τις τροποποιήσεις που προτείνονται για την προδικασία του πλειστηριασμού κινητών δημιουργείται ζήτημα συνύπαρξης με τις διατάξεις που προβλέπουν επιδόσεις της «περίληψης της κατασχετήριας έκθεσης» σε διάφορους τρίτους, ιδίως δε σε υπηρεσίες του ελληνικού δημοσίου (βλ. λ.χ. άρθρο 54 ν.δ. 356/1974 ΚΕΔΕ).
Δ. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΚΙΝΗΤΩΝ
1. Άρθρο 953 παρ. 1 και 2:
Ενόψει της εισαγωγής του επιτρεπτού των περισσοτέρων κατασχέσεων, πρέπει να προβλεφθεί και η περίπτωση κατά την οποία τα υπό (νέα) κατάσχεση πράγματα βρίσκονται στα χέρια είτε τρίτου είτε του ίδιου του οφειλέτη που ορίσθηκε ως μεσεγγυούχος με την προηγούμενη κατάσχεση.
2. Άρθρο 954:
α) Ως προς τον τρόπο επιβολής της κατάσχεσης και την έννοια της «αφαίρεσης» κατά την παρ. 1 εδ. α΄ του άρθρου 954, μπορεί να δημιουργηθούν πολλά ερμηνευτικά και πρακτικά προβλήματα με αφορμή την επιτρεπόμενη πλέον νέα κατάσχεση ήδη κατασχεθέντος, ενόψει και των διατάξεων του άρθρου 956.
β) Η ρύθμιση της παρ. 2 περ. ε΄, αν και αφορά ζητήματα περιεχομένου της κατασχετήριας έκθεσης, επεμβαίνει ευθέως σε ζήτημα ορισμού του χρόνου του πλειστηριασμού. Το ζήτημα αυτό όμως ανήκει συστηματικά στις διατάξεις για τον πλειστηριασμό (βλ. σήμερα άρθρο 959 παρ. 4 και παρ. 5). Εξ άλλου, η διατύπωση που χρησιμοποιεί η νέα διάταξη ως προς την ημέρα του πλειστηριασμού (: «η οποία ορίζεται υποχρεωτικά οκτώ μήνες από την ημέρα της κατάσχεσης») είναι ασαφής και θα προκαλέσει προβλήματα, αφού δεν προκύπτει με ασφάλεια αν η διάταξη θέτει [απώτατο ή ελάχιστο] χρονικό όριο ή, αντίθετα, ακριβές χρονικό σημείο. Υπό οιαδήποτε εκδοχή πάντως, το διάστημα των οκτώ (8) μηνών είναι υπερβολικά και ανεξήγητα μεγάλο. Η διάταξη είναι πιθανό να προκαλέσει μεγαλύτερα προβλήματα καθυστερήσεων και οικονομικών επιβαρύνσεων σε σύγκριση προς αυτά που πιθανώς θέλησε να αντιμετωπίσει (βλ. λ.χ. κόστος φύλαξης, τόκοι υπερημερίας της απαίτησης, κίνδυνοι καταστροφών κ.τ.λ.).
γ) Τα σχετικά ζητήματα χρόνου και κόστους θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν αποτελεσματικότερα με διατάξεις που θα προέβλεπαν ότι τα διάφορα ένδικα βοηθήματα λήψης ρυθμιστικών μέτρων ή αναστολών (βλ. λ.χ. 954 παρ. 4, 938 κ.τ.λ.) ασκούνται μέσα σε σύντομες προθεσμίες, με αφετηρία την ημέρα επιβολής της κατάσχεσης (ή επίδοσης της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη).
δ) Η κατά το άρθρο 954 παρ. 4 ανακοπή διόρθωσης θα έπρεπε (και μπορεί) να ασκείται πολύ νωρίτερα και για το λόγο αυτό η διάταξη της παρ. 4 εδ. γ΄ πρέπει να αντικατασταθεί ως εξής: «Η ανακοπή είναι απαράδεκτη, αν δεν κατατεθεί το αργότερο ………………(……..) εργάσιμες ημέρες μετά την ημέρα επιβολής της κατασχέσεως». Στη συνέχεια, μετά την έκδοση της αποφάσεως, για την οποία μπορεί επίσης να προβλεφθεί σύντομη προθεσμία (πρβλ. τις προθεσμίες που προβλέπονται σε άλλες διατάξεις), θα πρέπει να εκδίδεται περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης, με βάση την οποία θα αρχίζει πλέον η προδικασία του πλειστηριασμού, με όλες τις εγγυήσεις δημοσιότητας και τήρησης πλήρους προδικασίας που απαιτούνται για την παροχή έννομης προστασίας κατά το Σύνταγμα, υπό συνθήκες πλήρους ισότητας, αλλά και με στόχο την εξυπηρέτηση των αναγκών της αναγκαστικής εκτέλεσης που συγκεντρώνονται στην προσέλκυση πλειοδοτών και στην επίτευξη του μεγαλύτερου κατά το δυνατόν πλειστηριάσματος.
ε) Η κατά την παρ. 4 εδ. β΄ αναφορά σε «μέτρα δημοσιότητας», «πέρα από αυτά που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 960», πρέπει να διαγραφεί κατά το δεύτερο σκέλος της, αν και εφόσον υιοθετηθεί οριστικά η προτεινόμενη κατάργηση του άρθρου 960. Ενδεχόμενη όμως κατάργηση του άρθρου 960 θα προκαλέσει περισσότερα προβλήματα, για τα οποία βλ. παρακάτω.
στ) Σε κάθε περίπτωση, η διατηρούμενη διάταξη του εδ. δ΄ της παρ. 4 του άρθρου 954 (περί δημοσίευσης της απόφασης ως τις 12:00΄ το μεσημέρι της προηγούμενης του πλειστηριασμού ημέρας) δεν πρέπει να διατηρηθεί, αφού μάλιστα αντιφάσκει και προς την προτεινόμενη νέα διάταξη του άρθρου 933 παρ. 6 εδ. β΄. Βλ. και παρατηρήσεις για το άρθρο 933.
ζ) Εφόσον αντιμετωπισθούν τα προβλήματα που επισημάνθηκαν παραπάνω, δεν θα έχουν λόγο ύπαρξης τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 4 του άρθρου 954, το δεύτερο από τα οποία μάλιστα παραπέμπει και πάλι σε «διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 § 2», του οποίου όμως προτείνεται η πλήρης κατάργηση.
3. Άρθρο 955 παρ. 1:
Η σύντμηση των προθεσμιών που προβλέπονται στις διατάξεις των εδ. β΄ και γ΄ του άρθρου αυτού, χωρίς μάλιστα την ασφαλιστική δικλείδα των «εργασίμων» ημερών (βλ και άρθρο 995 παρ. 1 εδ. β΄, πρβλ. όμως στο άρθρο 997 παρ. 2 τη λέξη «εργασίμων» μέσα σε αγκύλες) δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό (και μάλιστα ενόψει της πρόβλεψης ημέρας πλειστηριασμού σε χρονική απόσταση «οκτώ μηνών»), ενώ παράλληλα είναι πιθανό να προκαλέσει αφόρητες πιέσεις και ακυρότητες (βλ. και 955 παρ. 1 εδ. δ΄). Εξάλλου, οι προθεσμίες πρέπει να αφετηριάζονται ρητά από την «ολοκλήρωση» της κατάσχεσης, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις η κατάσχεση (πολλών) κινητών είναι δυνατό να διαρκέσει περισσότερες από μία ημέρες. Τέλος, η «βιασύνη» που προκαλείται με τη σύντμηση αυτών των προθεσμιών (όπως και αυτών που αναφέρονται στον επόμενο αριθμό) μπορεί να επιβαρύνουν την εκτέλεση με αδικαιολόγητο κόστος και να δυσχεραίνουν τελικά την ικανοποίηση του δανειστή.
4. Άρθρο 955 παρ. 2 και παρ. 3 (ή εδάφιο β΄):
Τα ίδια ισχύουν και για τις προθεσμίες των πέντε (5) ημερών από την ημέρα της κατάσχεσης για την κατάθεση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού των εγγράφων της εκτέλεσης και της όγδοης (8ης) ημέρας από την κατάσχεση για τη δημοσίευση του αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στην ιστοσελίδα δημοσιεύσεων πλειστηριασμών του ΔΔΔ του ΤΑΝ και ΕΤΑΑ, η τήρηση των οποίων μάλιστα προβλέπεται με ρητή απειλή ακυρότητας του πλειστηριασμού. Η πρώτη μάλιστα από αυτές είναι δύσκολο να τηρείται σε ορισμένες περιοχές της χώρας. Συνεπώς, όλες οι ανωτέρω προθεσμίες πρέπει να επανέλθουν στα μέχρι σήμερα ισχύοντα τουλάχιστον πλαίσια. Τέλος, θα πρέπει να είναι σαφές από ποιον συντάσσεται η έκθεση για την κατάθεση των εγγράφων στον υπάλληλο του πλειστηριασμού.
5. Άρθρο 959 παρ. 2:
Ενώ διατηρείται η δυνατότητα του δικαστικού επιμελητή να ορίσει ειρηνοδικείο πλειστηριασμού στην περίπτωση του εδ. β΄, προτείνεται η κατάργηση της δυνατότητάς του να ορίσει ότι ο πλειστηριασμός κινητών θα διεξάγεται είτε στον τόπο της κατάσχεσης των κινητών είτε στον τόπο στον οποίο αυτά φυλάσσονται κατά την «κρίση» του. Η προτεινόμενη κατάργηση μπορεί να προκαλέσει προβλήματα και να οδηγήσει σε αδυναμία πλειστηριασμού, λόγω απροθυμίας πλειοδοτών, εν όψει της ειδικότερης (και εκ των προτέρων άγνωστης) φύσης των πραγμάτων που κάθε φορά κατάσχονται. Πρβλ. και τη ρύθμιση του άρθρου 962, από την οποία απουσιάζει ρητή πρόβλεψη για τον τόπο του πλειστηριασμού, αν και χορηγείται εξουσία στον υπάλληλο του πλειστηριασμού να αποφασίσει, «κατά την κρίση του», «άμεση» πλειστηρίαση πραγμάτων που μπορεί να υποστούν φθορά, τα οποία, πολύ συχνά, είναι δύσκολο να μεταφερθούν στο αντίστοιχο ειρηνοδικείο.
6. Άρθρο 959 παρ. 6:
α) Είναι αμφίβολη η ανάγκη διατήρησης/θέσπισης της διάταξης. Τη σχετική «απόφαση» μπορούν να λάβουν τα όργανα της εκτέλεσης, χωρίς να είναι ανάγκη να διεξαχθεί δίκη (πρβλ. τη λύση που επιλέγει το άρθρο 962, που οδηγεί στο δικαστήριο μόνο σε περίπτωση «διαφωνίας»).
β) Σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να προβλέπεται προθεσμία και για την «ανακοπή» αυτή.
γ) Βλ. και άρθρο 999 παρ. 2 που αναφέρεται στις προθεσμίες, μεταξύ άλλων, και του άρθρου 959 παρ. 3, το οποίο όμως πλέον πρέπει να διορθωθεί σε 959 παρ. 6, που όμως δεν προβλέπει προθεσμία. Εκτός αν εννοούνται οι προθεσμίες του άρθρου 934, που όμως δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν στην προκειμένη περίπτωση, που δεν αφορά ακυρωτική ανακοπή αλλά λήψη ρυθμιστικού μέτρου της εκτέλεσης. Ούτε όμως μπορεί να εννοούνται οι «προθεσμίες» για την υποβολή προσφορών από υποψήφιους πλειοδότες, στις οποίες αναφέρεται πράγματι το άρθρο 959 παρ. 3, αφού δεν πρόκειται για προθεσμία «αιτήσεως» (για αλλαγή του τόπου πλειστηριασμού κ.τ.λ.), στην οποία αναφέρεται εύλογα το άρθρο 999 παρ. 2.
7. Άρθρο 962:
Εδώ ο νόμος κάνει λόγο για «ανάρτηση γνωστοποίησης του πλειστηριασμού» [και όχι για «δημοσίευση αποσπάσματος»], χωρίς να μνημονεύει το περιεχόμενό της, και προβλέπει προθεσμία δύο ημερών πριν τη διεξαγωγή του πλειστηριασμού, χωρίς να προκύπτει παρόμοια ανάγκη και με κίνδυνο πρόκλησης καταστροφών, αφού εξ ορισμού πρόκειται για πράγματα που υπόκεινται σε φθορά και πρέπει να πλειστηριασθούν «αμέσως».
8. 965 παρ. 5 δύο προτελευταία εδάφια που διατηρούνται ως έχουν:
α) Εδώ γίνεται λόγος για «περίληψη της πράξης» και αναφορά τόσο στην «περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης» όσο και στις «διατύπωσης δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2», του οποίου όμως προτείνεται η κατάργηση.
β) Στο προτελευταίο εδάφιο γίνεται λόγος για «ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 959 παρ. 4 και για «υπολογισμό της σχετικής προθεσμίας». Για τη διάταξη αυτή ισχύουν οι παρατηρήσεις που προηγήθηκαν με αφορμή το άρθρο 959 παρ. 6. Βλ. και ανάλογο πρόβλημα στο (διατηρούμενο) άρθρο 999 παρ. 2 που παραπέμπει στην προθεσμία του άρθρου 959 παρ. 3.
9. Άρθρο 966 παρ. 2 έως 4:
Οι διατάξεις αυτές (οι οποίες διατηρούνται ως έχουν σήμερα) πρέπει να επανεξεταστούν, αν υιοθετηθεί τελικά το επιτρεπτό των περισσότερων κατασχέσεων. Ειδικά μάλιστα η διάταξη του β΄ εδαφίου της παρ. 2 πρέπει να επανεξετασθεί και υπό το πρίσμα της νέας (προτεινόμενης) διάταξης του άρθρου 973 παρ. 1 εδ. β΄ που κάνει λόγο για νέα ημέρα πλειστηριασμού που ορίζεται (και μάλιστα από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού) πέντε (5) μήνες από την ημέρα της δήλωσης (!!!).
10. Άρθρο 970 εδ. γ΄:
Ο ορισμός αντικλήτου θα πρέπει να γίνεται με την υποβολή της προσφοράς από κάθε πλειοδότη. Στον πλειστηριασμό ακινήτων δεν υπάρχει αντίστοιχη πρόβλεψη, ούτε παραπομπή στο άρθρο 970 εδ. γ΄ για «ανάλογη εφαρμογή». Ο διορισμός αντικλήτου από όλους τους πλειοδότες εξυπηρετεί και τη διαδικασία του αναπλειστηριασμού.
11. Άρθρο 972 παρ. 1 εδ. β΄ περ. β΄:
O διορισμός αντικλήτου πρέπει να αφορά πρόσωπο που έχει την κατοικία του στον τόπο της εκτέλεσης, ενώ ο δικηγόρος που υπογράφει την αναγγελία μπορεί να μην έχει.
12. Άρθρο 972 παρ. 1 εδ. β΄ και γ΄:
Η συντομότερη προθεσμία της αναγγελίας δεν εξυπηρετεί ουσιωδώς την ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας. Ειδικές διατάξεις κατανομής των εξόδων μεταξύ των διαφόρων προσώπων που εμπλέκονται στην εκτέλεση, ανάλογες προς αυτή κατά την οποία τα έξοδα της αναγγελίας τα φέρει ο αναγγελλόμενος δανειστής, θα έπρεπε ίσως να υπάρχουν και για άλλες περιπτώσεις, ώστε να αποφεύγεται η διόγκωση των προαφαιρούμενων από το πλειστηρίασμα εξόδων και γενικότερα των εξόδων εκτέλεσης.
13. Άρθρο 973:
α) Οι διατάξεις του άρθρου αυτού είναι αμφίβολης σκοπιμότητας, αν και εφόσον υιοθετηθεί το σύστημα του επιτρεπτού των περισσοτέρων κατασχέσεων, αφού η υποκατάσταση σε θέση επισπεύδοντος προϋποθέτει ύπαρξη εκτελεστού τίτλου και επίδοση επιταγής προς εκτέλεση (βλ. 973 παρ. 2).
β) Βέβαια στην παρ. 3 εδ. β΄ προβλέπεται σιωπηρή/έμμεση/συναγόμενη ανάκληση τυχόν επιβληθείσης αυτοτελούς κατασχέσεως, στην πράξη όμως θα δημιουργηθούν πολλά ερωτηματικά και προβλήματα, όπως λ.χ. αν ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή αν ανακαλείται έμμεσα η δήλωση συνέχισης – υποκατάστασης σε περίπτωση μεταγενέστερης επιβολής αυτοτελούς κατάσχεσης από τον ίδιο τον δανειστή, ή αν μπορεί να τεθεί θέμα εφαρμογής του άρθρου 926 παρ. 2 σε περίπτωση που από την επίδοση της επιταγής, δυνάμει της οποίας είχε επιβληθεί (εμπρόθεσμα – έγκαιρα) αυτοτελής κατάσχεση, έχει παρέλθει πλέον (κατά το χρόνο της δήλωσης συνέχισης) χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους κ.τ.λ.
γ) Η προβλεπόμενη στο εδ. β΄ του άρθρου 973 παρ. 1 «προθεσμία» (χρονικό διάστημα 5 μηνών) προκαλεί τα ίδια ερωτηματικά που σημειώθηκαν για το χρόνο του αρχικού πλειστηριασμού και είναι ανεξήγητα μεγάλη (ή μεγάλο).
δ) Σε περίπτωση συνέχισης – υποκατάστασης από άλλο δανειστή κατά την παρ. 3, δεν φαίνεται να επιδίδεται αντίγραφο ή περίληψη της πράξης στον καθ’ ου η εκτέλεση, ενώ προβλέπεται επίδοση αντιγράφου αυτής στον αρχικώς επισπεύδοντα μέσα σε προθεσμία τριών ημερών, η οποία είναι όμως πολύ σύντομη, χωρίς αυτό να εξηγείται με επάρκεια.
ε) Ερωτηματικά δημιουργούνται για την προδικασία του νέου πλειστηριασμού αφού (μόνο) η παρ. 1 του άρθρου 973 κάνει λόγο για «ανάρτηση γνωστοποίησης της δήλωσης και της ημέρας του πλειστηριασμού» (μόνο και πάλι), η «διατύπωση» αυτή όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής ούτε για την ενημέρωση και προστασία του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη και άλλων δανειστών του, ούτε για την προσέλευση πλειοδοτών. Βλ. και άρθρο 1006 παρ. 4 για τα ακίνητα.
στ) Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 973 όπως και αυτές της παρ. 5 δεν φαίνεται να εξυπηρετούν πια κάποια υπαρκτή αναγκαιότητα, ενώ και τα τελευταία εδάφια αυτών (: «ο πλειστηριασμός επισπεύδεται κατά τις διατάξεις της παραγράφου αυτής» ή «της παραγράφου 3») δεν φαίνεται να αποδίδουν κάποια πραγματικότητα υπό τις προτεινόμενες νέες διατάξεις. Ο τρόπος και η διαδικασία επίσπευσης του πλειστηριασμού περιγράφεται στη σημερινή παρ. 3 του άρθρου 973 στο εδ. δ΄, όπου όμως γίνεται λόγος για «περίληψη της κατασχετήριας έκθεσης» και για «διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 960 παρ. 2» που προτείνεται να καταργηθούν.
ζ) Τέλος, οι διατάξεις της νέας (προτεινόμενης) παραγράφου 6 του άρθρου 973 πρέπει να εξετασθεί κατά πόσο συμβιβάζονται και συμπλέουν με τις προτεινόμενες αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 933 και 934. Η προτεινόμενη πάντως προθεσμία άσκησης των «αντιρρήσεων» και ιδίως η αφετηρία της θα προκαλέσουν προβλήματα στην πράξη.
Ε. ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΚΑΙ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ
ΚΑΙ «ΕΚΟΥΣΙΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΣ»
1. Άρθρο 993 παρ. 1 εδ. β΄ και γ΄:
Στις διατηρούμενες διατάξεις τους αναφέρεται η επίδοση της επιταγής που προφανώς λησμονήθηκε στο προτεινόμενο άρθρο 924.
2. Άρθρο 993 παρ. 2 εδ. α΄:
Η παραπομπή στις εκεί αναφερόμενες διατάξεις των παραγράφων 1 εδ. β΄ και 2 έως 4 του άρθρου 954 προκαλεί τα προβλήματα που επισημάνθηκαν ήδη σε σχέση με το χρόνο του πλειστηριασμού και τα λοιπά θέματα που αφορούν στις διάφορες ρυθμίσεις του άρθρου 954. Τα προβλήματα αυτά μπορεί να πολλαπλασιαστούν ενόψει των ρυθμίσεων των άρθρων 1000 και 1001Α΄ που ισχύουν ειδικά για τα ακίνητα.
3. Άρθρο 995 παρ. 1 και 2:
Για την ανεπάρκεια των σύντομων προθεσμιών που προβλέπουν οι ως άνω διατάξεις και τα προβλήματα ακυροτήτων που μπορεί να προκαλέσουν χωρίς σοβαρό λόγο, ισχύουν όσα προαναφέρθηκαν στις παρατηρήσεις για το άρθρο 955 παρ. 1. Εξάλλου, ορισμένες από τις προθεσμίες αυτές είναι αδύνατο να τηρηθούν στην πράξη (βλ. λ.χ. 995 παρ. 2 εδ. γ΄).
4. Άρθρο 995 παρ. 4:
α) Για τις προθεσμίες και διατυπώσεις δημοσιότητας βλ. ανάλογα τις παρατηρήσεις που προηγήθηκαν για τις διατάξεις του άρθρου 955 παρ. 2 και παρ. 3 (ή εδ. β΄ της παρ. 2).
β) Στη διάταξη αυτή λησμονήθηκε η πρόθεση «μέχρι» (για το χρόνο δημοσίευσης).
γ) Για την προδικασία του πλειστηριασμού ακινήτων πάντως, προβλέπεται και πάλι στο άρθρο 999 παρ. 3 δημοσίευση στην ίδια ιστοσελίδα, αυτή τη φορά δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημέρα πλειστηριασμού.
5. Άρθρο 997 παρ. 2:
α) Η χρήση του επιρρήματος «αναδρομικά» μπορεί να προκαλέσει ερμηνευτικά προβλήματα.
β) Εδώ προστίθεται το επίθετο «εργασίμων» (ημερών) για τον προσδιορισμό της προθεσμίας επίδοσης αντιγράφου της κατασχετήριας έκθεσης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη αλλά και στον τρίτο κύριο ή τομέα του κατασχεθέντος, η οποία δεν υπάρχει στις διατάξεις του άρθρου 995 παρ. 1 και παρ. 2.
γ) Για τις ουσιαστικού δικαίου (αυτοδίκαιες) συνέπειες της κατασχέσεως θα μπορούσε να μην απαιτείται και η ανωτέρω επίδοση (η οποία ούτως ή άλλως επιβάλλεται για το δικονομικό κύρος της κατάσχεσης), αλλά να αρκεί η σύνταξη εκθέσεων για την άρνηση του καθ’ ου που ήταν παρών να παραλάβει την έκθεση.
6. Άρθρο 997 παρ. 5 εδ. α΄ και β΄:
Για τα ζητήματα που μπορεί να ανακύψουν λόγω της προτεινόμενης εισαγωγής του επιτρεπτού των περισσοτέρων κατασχέσεων έγινε ήδη λόγος σε άλλα σημεία του παρόντος (βλ. λ.χ. παρατηρήσεις στα άρθρα 966, 973 κ.τ.λ.). Στο σημείο αυτό πρέπει να προστεθεί ότι οι διαφορές που μπορεί να σημειωθούν στα διαδικαστικά έγγραφα κάθε εκτέλεσης (λ.χ. ως προς τον τόπο και το χρόνο του πλειστηριασμού, ή την περιγραφή του κατασχεθέντος, ή την αξία του, ή την τιμή πρώτης προσφοράς κ.τ.λ.) είναι πιθανό να προκαλέσουν πολλαπλασιασμό των δικών περί την εκτέλεση και κίνδυνο ακυροτήτων.
7. Άρθρο 997 παρ. 5 εδ. γ΄:
Για τη «μη αναζήτηση» εξόδων θα έπρεπε να επιλεγεί διατύπωση που να μην προκαλεί προβλήματα ως προς τις «προϋποθέσεις» της «προκαταβολής» των εξόδων και της «μη περάτωσης» της εκτέλεσης. Για παράδειγμα, στις διατάξεις για τη διανομή του πλειστηριάσματος (και όχι στο σημείο αυτό) θα μπορούσε να ορισθεί ότι προαφαιρούνται μόνο τα έξοδα της κατάσχεσης και της διαδικασίας που οδήγησε σε πλειστηριασμό. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε το κόστος των παράλληλων διαδικασιών εκτέλεσης που μπορούν πλέον να επισπεύδονται δεν θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη επιβάρυνση της οικονομίας γενικότερα, ακόμη και αν δε βαρύνουν τη συγκεκριμένη διαδικασία και το συγκεκριμένο πλειστηρίασμα. Τέλος, εφόσον πάντως όλα τα έξοδα προκαταβάλλονται από τον (κάθε) επισπεύδοντα, τίθεται το ερώτημα αν οι διατάξεις του άρθρου 997 παρ. 5 εδ. γ΄ και 958 παρ. 2 εδ. γ΄ τροποποιούν το άρθρο 932, κατά το οποίο τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης βαρύνουν (πάντα) τον καθ’ ου η εκτέλεση. Αν ο νόμος εννοεί απλώς ότι αυτά τα έξοδα δεν προαφαιρούνται από το πλειστηρίασμα κατά την έννοια του άρθρου 975, τότε οι λοιποί κατασχόντες, οι κατασχέσεις των οποίων δεν οδήγησαν σε περάτωση διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, θα μπορούν να αναγγελθούν ως εγχειρόγραφοι δανειστές για τα έξοδα αυτά.
8. Άρθρο 998 παρ. 1:
Στις εφαρμοζόμενες διατάξεις του άρθρου 959 πρέπει να προστεθεί μάλλον και αυτή της παρ. 5 που δεν υπάρχει λόγος να εξαιρεθεί από τον πλειστηριασμό ακινήτων.
9. Άρθρο 999:
α) Για την παρ. 2 και την παραπομπή, μεταξύ άλλων, και στην «προθεσμία» («αιτήσεως αλλαγής τόπου πλειστηριασμού») «κατά το άρθρο 959 παρ. 3» (που δεν προβλέπει πλέον κάτι παρόμοιο), έγινε ήδη λόγος στις παρατηρήσεις επί του άρθρου 959.
β) Στα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 3 η αναφορά στον ειρηνοδίκη (του τόπου της εκτελέσεως) πρέπει να αντικατασταθεί από αναφορά στο γραμματέα του ειρηνοδικείου, όπως στα άρθρα 995 παρ. 2 και 955 παρ. 2.
10. Άρθρο 1000:
α) Οι διατάξεις των δύο τελευταίων εδαφίων παρουσιάζουν συγγένεια προς τα θέματα που ρυθμίζονται από τις διατάξεις των άρθρων 1001 παρ. 2 και 1001Α΄ και για το λόγο αυτό πρέπει μάλλον να υπαχθούν όλες σε ένα άρθρο. Η προθεσμία της σχετικής αιτήσεως πρέπει να είναι σύντομη και να αφετηριάζεται από την επιβολή της κατασχέσεως.
β) Οι διατάξεις των προηγούμενων εδαφίων μπορούν να παραμείνουν στο άρθρο 1000, αν και η χρησιμότητά τους μπορεί να αποδειχθεί πολύ περιορισμένη, ενόψει του εισαγόμενου συστήματος των περισσοτέρων κατασχέσεων. Εξ άλλου, ο όρος καταβολής των τυχόν εξόδων επίσπευσης του πλειστηριασμού (για τη χορήγηση της αναστολής) μπορεί να αλλοιώνει τελικά την πρόβλεψη του άρθρου 997 παρ. 5 εδ. γ΄ ή να οδηγεί σε αφόρητο ανταγωνισμό των δανειστών και αντίστοιχη υπερβολική πίεση σε βάρος του οφειλέτη.
11. Άρθρο 1001Α΄:
Το τελευταίο εδάφιο της περ. β΄ (: «η διάταξη του άρθρου 998 παρ. 3 εφαρμόζεται αναλόγως») δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης.
12. Άρθρο 1003 παρ. 4:
Σε σχέση με τις παραπομπές στην «ανάλογη εφαρμογή» των άρθρων 965 παρ. 4 έως 7 και 966 παρ. 1 έως 4 βλ. τις παρατηρήσεις που προηγήθηκαν με αφορμή τις διατάξεις αυτές.
13. Άρθρο 1005 παρ. 1 (βλ. και άρθρο 1003):
Εδώ δεν προβλέπεται ορισμός αντικλήτου, ούτε γίνεται παραπομπή σε «ανάλογη» εφαρμογή του άρθρου 970 εδ. δ΄ (βλ. και παρατηρήσεις στο άρθρο εκείνο).
14. Άρθρο 1006 παρ. 4:
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, οι οποίες αναφέρονται στην αναγγελία με ισχύ κατασχέσεως και στη δήλωση συνεχίσεως – υποκατάστασης κατά το άρθρο 973 παρ. 2 και 3 πρέπει να συνδυαστούν και με τη διάταξη του άρθρου 999 παρ. 5 που προβλέπει την εφαρμογή των άρθρων 972 και 973 στον πλειστηριασμό ακινήτων γενικότερα. Για τα συναφή ζητήματα βλ. παρατηρήσεις στα αντίστοιχα άρθρα.
15. Άρθρο 1021:
Πρέπει να επανεξετασθούν οι παραπομπές στις εφαρμοζόμενες στον «εκούσιο πλειστηριασμό» διατάξεις, καθώς στο άρθρο αυτό περιλαμβάνονται και διατάξεις που προτείνεται να καταργηθούν (βλ. λ.χ. άρθρα 960 και 1001 παρ. 1), ίσως δε και άλλες που αντικαθίστανται και στις οποίες δεν υπάρχει πλέον λόγος να γίνεται παρόμοια παραπομπή.