Επί αναγκαστικής εκτελέσεως πλοίων εφαρμόζονται κατ` αρχήν οι διατάξεις περί αναγκαστικής εκτελέσεως ακινήτου (άρθρ. 992 παρ. 1 εδ.β` ΚΠολΔ), με τις παρεκκλίσεις των άρθρων 1011 και 1014 ΚΠολΔ,παράλληλα δε έχουν εφαρμογή οι ένδικες διατάξεις των άρθρων 211 και 214ΚΙΝΔ, οι οποίες δεν καταργήθηκαν με το άρθρο 58 ΕισΝΚΠολΔ (βλ. Τζίφρα,Ασφ. Μέτρα, έκδ. β`, σελ. 181, Μπρίνια, Αναγκ. εκτέλεσις, υπ` άρθρ.1011, τόμος Δ`, β` έκδοσις, 1982, σελ. 2006). Ετσι διασπάται ο γενικόςκανόνας των άρθρων 958 παρ. 2 και 997 παρ. 5 ΚΠολΔ και επιτρέπεται ηεπιβολή και άλλων κατασχέσεων (αναγκαστικών ή συντηρητικών) επί τωνπλοίων που έχουν κατασχεθεί αναγκαστικά.
Περαιτέρω, από το άρθρο 999παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι συνεπάγεται έκπτωση από τη διενέργειατης οικείας διαδικαστικής πράξης η παρέλευση άπρακτης τόσο τηςδεκαπενθήμερης προθεσμίας προς σύνταξη του προγράμματος τουπλειστηριασμού όσο και οποιασδήποτε προθεσμίας γενικά, που έχει ταχθείγια τις διαδικαστικές πράξεις της προδικασίας του πλειστηριασμού(Μπρίνιας, Αναγκ. εκτέλεση, ό.π., σελ. 1718 επ.).
Τέλος, από το άρθρο722 ΚΠολΔ προκύπτει ότι όποιος έχει κατάσχει συντηρητικώς κινητά ή ακίνητα ή εμπράγματα δικαιώματα επάνω σ` αυτά, αν η αγωγή για την κύρια υπόθεση γίνει δεκτή και η σχετική απόφαση είναι εκτελεστή, έχει δικαίωμα, με βάση απόγραφο της απόφασης, να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς αναγκαστική κατάσχεσή τους. Η τροπή της συντηρητικής σε αναγκαστική κατάσχεση συντελείται αυτόματα και αυτοδίκαια, μόλις περάσουν τρεις μέρες μετά την επίδοση στον καθ` ου οφειλέτη αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκούσια συμμόρφωση. Την τετάρτη ημέρα,μετά την παραπάνω επίδοση, αρχίζει να τρέχει τόσο η δεκαπενθήμερη προθεσμία για τη σύνταξη του προγράμματος πλειστηριασμού, όσο και η εικοσαήμερη για την επίδοση και την κατάθεσή του στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (Μπέης, ΠολΔ, τόμ. 15, άρθρο 722, σελ. 570).
Ο ανακόπτων, με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του, ισχυρίζεται ότι ο καθ` ου, με την 3903/657/529/1989 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων κατέσχεσε συντηρητικώς το ιδανικό μερίδιό του σε ποσοστό 30,50% εξαδιαιρέτου του πλοίου πορθμείου (ΕΓ/ΟΓ), με το όνομα “Π. ΙΙΙ”,νηολογίου με αριθμό … Θεσσαλονίκης, προς εξασφάλιση απαιτήσεώς του ποσού 15.000.000 δρχ., κατά του ανακόπτοντος και του Π.Π., οι οποίοι είναι συμπλοιοκτήτες κατά ποσοστό 61%. Οτι, εν συνεχεία, εξεδόθη η υπ`αριθ. 55/90 τελεσίδικη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στον καθ` ου ποσό 2.005.715,5 δραχμών και ότι ο καθ` ου προέβη στη σύνταξη του ανακοπτομένου προγράμματος πλειστηριασμού, χωρίς να προηγηθεί έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης και χωρίς να συνταχθεί το ανακοπτόμενο πρόγραμμα πλειστηριασμού εντός 15 ημερών από της κατασχέσεως. Ζητεί δε την ακύρωση του ανακοπτομένου προγράμματος. Ο λόγος ούτος της ανακοπής είναι νόμιμος, στηριζόμενος στα άρθρα 999 παρ. 3 και 4 ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά του.
Από τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι κα την όλη διαδικασία αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής: Με βάση την υπ` αριθμ. 3903/657/592/1989 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού ο καθ` ου προέβη σε συντηρητική κατάσχεση του ιδανικού μεριδίουαπό 30,5% εξ αδιαιρέτου του πλοίου – πορθμείου (ΕΓ/ΟΓ), νηολογίου Θεσσαλονίκης, με αριθμό …, με όνομα “Π. ΙΙΙ”, προκειμένου να εξασφαλίσει την ικανοποίηση της πιθανολογούμενης απαίτησής του, ποσού15.000.000 δραχμών κατά του ανακόπτοντος και του Π.Π., οι οποίοι είναισυμπλοιοκτήτες κατά 61%. Στη συνέχεια, η αγωγή για την κύρια υπόθεση έγινε εν μέρει δεκτή και έτσι, με την υπ` αριθμ. 55/90 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει στον καθ` ου, με τους νόμιμους τόκους, το ποσό των 2.005.715,5 δραχμών.
Αντίγραφο απογράφου της εν λόγω απόφασης, με επιταγή για εκούσια συμμόρφωση επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 15.11.1991 (βλ. υπ` αριθμ…./15.11.91 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Κ.Γ.) Ο ανακόπτων όμως δεν εξόφλησε την ανωτέρω απαίτησή του και γι` αυτό, στις 4.2.1992,επακολούθησε εντολή του πληρεξουσίου δικηγόρου του προς το δικαστικό επιμελητή Σ.Δ., για τη σύνταξη προγράμματος αναγκαστικού πλειστηριασμού του ποσοστού συγκυριότητος του αιτούντος περί του ανωτέρω πλοίου, επί του οποίου έχουν γίνει και άλλες αναγκαστικές κατασχέσεις, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα προγράμματα πλειστηριασμού, από άλλους δανειστές του ανακόπτοντος, πράγμα βεβαίως το οποίο ουδεμία ασκεί επιρροή στην επιβαλλόμενη υπό του καθ` ου αναγκαστική κατάσχεση,δεδομένου ότι τούτο, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της σκέψεως 2, δεν απαγορεύεται. Ετσι, στις 30.6.92 εκδόθηκε το ανακοπτόμενο πρόγραμμα πλειστηριασμού, με το οποίο εκπλειστηριάζεται το ιδανικό μερίδιο του ανακόπτοντος, που ανέρχεται σε 30,5% εξ αδιαιρέτου.
Ενόψει όμως όλων όσων προαναφέρθηκαν στη σκέψη 2, το πρόγραμμα αυτό δεν συντάχθηκε εντός της προβλεπομένης υπό του άρθρου 999 παρ. 1 ΚΠολΔ δεκαπενθήμερης προθεσμίας, η οποία άρχισε την τετάρτη ημέρα από την επίδοση στονανακόπτοντα του αντιγράφου του απογράφου της 55/90 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας (ήτοι την 19.11.1991) με επιταγή για εκούσια συμμόρφωση, από την οποία (τέταρτη ημέρα) τράπηκε αυτοδίκαια η συντηρητική σε αναγκαστική κατάσχεση, χωρίς να απαιτείται σύνταξη εκθέσεως, αλλά το ανακοπτόμενο πρόγραμμα συντάχθηκε αφού πέρασε χρονικό διάστημα 7 1/2 περίπου μηνών, από την τροπή της συντηρητικής κατασχέσεως σε αναγκαστική, γι` αυτό και πρέπει, κατ` άρθρο 999 παρ. 4ΚΠολΔ, να ακυρωθεί το ανακοπτόμενο πρόγραμμα Δημοσίου Αναγκαστικού Πλειστηριασμού, δεκτού γενομένου, ως ουσιαστικά βάσιμου, του πρώτου λόγου της ανακοπής, και ως εκ τούτου παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων ταύτης.
ΜονΠρΛαμ 156/2001
Κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του άρθρου 722 ΚΠολΔ, αν η αγωγή για την ασφαλισμένη με συντηρητική κατάσχεση απαίτηση γίνει δεκτή με εκτελεστή απόφαση, όποιος επέβαλε τη συντηρητική κατάσχεση έχει δικαίωμα να επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση παρακάμπτοντας το στάδιο της αναγκαστικής κατάσχεσης των συντηρητικώς κατασχεθέντων. Η ρύθμιση εξυπηρετεί την οικονομία της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως και έχει την έννοια ότι με την έκδοση εκτελεστού τίτλου ως προς την ασφαλισμένη απαίτηση η συντηρητική κατάσχεση τρέπεται αυτοδικαίως σε αναγκαστική, χωρίς την τήρηση οποιασδήποτε προδικασίας ή διατυπώσεως δημοσιότητας (ΕφΑθ 10153/84 ΕλλΔνη 1985.1150, ΜονΠρΘεσ 1216/80 ΝοΒ 1980.2055, Κράνης, υπ` άρθ. 722 παρ. 1, σελ. 1412, στον ΙΙ τόμο ΕρμΚΠολΔ Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα).